Détails du sujet

Verbes (ρήματα)

--

Toutes les cartes

Français

être

Ενεστώτας, Αόριστος

είμαι
ήμουν


Français

avoir

Ενεστώτας, Αόριστος

έχω
είχα


Français

savoir

Ενεστώτας, Αόριστος

ξέρω, γνωρίζω

ήξερα, γνώρισα


Français

vouloir

Ενεστώτας, Αόριστος

θέλω
ήθελα


Français

attendre

Ενεστώτας, Αόριστος

περιμένω
περίμενα


Français

comprendre

Ενεστώτας, Αόριστος

καταλαβαίνω
κατάλαβα


Français

faire

Ενεστώτας, Αόριστος

κάνω
έκανα


Français

aller

Ενεστώτας, Αόριστος

πηγαίνω, πάω
πήγα


Français

habiter, rester

Ενεστώτας, Αόριστος

μένω
έμεινα


Français

travailler

Ενεστώτας, Αόριστος

δουλεύω, εργάζομαι
δούλεψα, εργάστηκα


Français

lire

Ενεστώτας, Αόριστος

διαβάζω
διάβασα


Français

apprendre

Ενεστώτας, Αόριστος

μαθαίνω
έμαθα


Français

étudier

Ενεστώτας, Αόριστος

σπουδάζω
σπούδασα


Français

donner

Ενεστώτας, Αόριστος

δίνω
έδωσα


Français

acheter

Ενεστώτας, Αόριστος

αγοράζω
αγόρασα


Français

payer

Ενεστώτας, Αόριστος

πληρώνω
πλήρωσα


Français

vendre

Ενεστώτας, Αόριστος

πουλάω -ώ
πούλησα


Français

parler

Ενεστώτας, Αόριστος

μιλάω -ώ
μίλησα


Français

avoir faim

Ενεστώτας, Αόριστος

πεινάω -ώ
πείνασα


Français

manger

Ενεστώτας, Αόριστος

τρώω
έφαγα


Français

avoir soif

Ενεστώτας, Αόριστος

διψάω -ώ
δίψασα


Français

boire

Ενεστώτας, Αόριστος

πίνω
ήπια


Français

aimer

Ενεστώτας, Αόριστος

αγαπάω -ώ
αγάπησα


Français

arrêter, s'arrêter

Ενεστώτας, Αόριστος

σταματάω -ώ
σταμάτησα


Français

chanter

Ενεστώτας, Αόριστος

τραγουδάω -ώ
τραγούδησα


Français

danser

Ενεστώτας, Αόριστος

χορεύω
χόρεψα


Français

demander

Ενεστώτας, Αόριστος

ρωτάω -ώ
ρώτησα


Français

répondre

Ενεστώτας, Αόριστος

απαντάω -ώ
απάντησα


Français

voir

Ενεστώτας, Αόριστος

βλέπω
είδα


Français

se réveiller

Ενεστώτας, Αόριστος

ξυπνάω -ώ
ξύπνησα


Français

dormir

Ενεστώτας, Αόριστος

κοιμάμαι
κοιμήθηκα


Français

endormir

Ενεστώτας, Αόριστος

κοιμίζω
κοίμισα


Français

se lever

Ενεστώτας, Αόριστος

σηκώνομαι
σηκώθηκα


Français

lever, soulever

Ενεστώτας, Αόριστος

σηκώνω
σήκωσα


Français

partir

Ενεστώτας, Αόριστος

φεύγω
έφυγα


Français

arriver

Ενεστώτας, Αόριστος

φτάνω
έφτασα


Français

passer

Ενεστώτας, Αόριστος

περνάω -ώ
πέρασα


Français

dire

Ενεστώτας, Αόριστος

λέω
είπα


Français

écouter, entendre

Ενεστώτας, Αόριστος

ακούω
άκουσα


Français

être fautif

Ενεστώτας, Αόριστος

φταίω
έφταιξα


Français

brûler

Ενεστώτας, Αόριστος

καίω
έκαψα


Français

pleurer

Ενεστώτας, Αόριστος

κλαίω
έκλαψα


Français

rire

Ενεστώτας, Αόριστος

γελάω -ώ
γέλασα


Français

sourire

Ενεστώτας, Αόριστος

χαμογελάω -ώ
χαμογέλασα


Français

fermer

Ενεστώτας, Αόριστος

κλείνω
έκλεισα


Français

ouvrir

Ενεστώτας, Αόριστος

ανοίγω
άνοιξα


Français

cuisiner

Ενεστώτας, Αόριστος

μαγειρεύω
μαγείρεψα


Français

mélanger, remuer

Ενεστώτας, Αόριστος

ανακατεύω
ανακάτεψα


Français

faire quelque chose avec les mains

Ενεστώτας, Αόριστος

φτιάχνω
έφτιαξα


Français

porter (habit)

Ενεστώτας, Αόριστος

φοράω -ώ
φόρεσα


Français

s'habiller

Ενεστώτας, Αόριστος

ντύνομαι
ντήθηκα


Français

écrire

Ενεστώτας, Αόριστος

γράφω
έγραψα


Français

tourner (changer de direction)

Ενεστώτας, Αόριστος

στρίβω
έστριψα


Français

mettre

Ενεστώτας, Αόριστος

βάζω
έβαλα


Français

allumer

Ενεστώτας, Αόριστος

ανάβω
άναψα


Français

avoir mal

Ενεστώτας, Αόριστος

πονάω -ώ
πόνεσα


Français

tousser

Ενεστώτας, Αόριστος

βήχω
έβηξα


Français

exister

Ενεστώτας, Αόριστος

υπάρχω
υπήρξα


Français

jouer

Ενεστώτας, Αόριστος

παίζω
έπαιξα


Français

commencer

Ενεστώτας, Αόριστος

αρχίζω, ξεκινάω -ώ
άρχισα, ξεκίνησα


Français

terminer

Ενεστώτας, Αόριστος

τελειώνω
τελείωσα


Français

vivre

Ενεστώτας, Αόριστος

ζω
έζησα


Français

penser

Ενεστώτας, Αόριστος

νομίζω, σκέφτομαι

νόμισα, σκέφτηκα


Français

croire

Ενεστώτας, Αόριστος

πιστεύω
πίστεψα


Français

rêver

Ενεστώτας, Αόριστος

ονειρεύομαι
ονειρεύτηκα


Français

faire la grève

Ενεστώτας, Αόριστος

απεργώ
απέργησα


Français

remercier

Ενεστώτας, Αόριστος

ευχαριστώ
ευχαρίστησα


Français

prier, supplier

Ενεστώτας, Αόριστος

παρακαλώ
παρακάλεσα


Français

être en retard

Ενεστώτας, Αόριστος

αργώ
άργησα


Français

se préoccuper 

Ενεστώτας, Αόριστος

ανησυχώ
ανησύχησα


Français

pardonner

Ενεστώτας, Αόριστος

συγχωρώ
συγχώρησα


Français

conduire

Ενεστώτας, Αόριστος

οδηγώ
οδήγησα


Français

téléphoner

Ενεστώτας, Αόριστος

τηλεφωνώ
τηλεφώνησα


Français

être d'accord

Ενεστώτας, Αόριστος

συμφωνώ
συμφώνησα


Français

être en désaccord

Ενεστώτας, Αόριστος

διαφωνώ
διαφώνησα


Français

pouvoir

Ενεστώτας, Αόριστος

μπορώ
μπόρεσα


Français

prendre

Ενεστώτας, Αόριστος

παίρνω
πήρα


Français

déménager

Ενεστώτας, Αόριστος

μετακομίζω
μετακόμισα


Français

interrompre

Ενεστώτας, Αόριστος

διακόπτω
διέκοψα


Français

choisir

Ενεστώτας, Αόριστος

διαλέγω
διάλεξα


Français

faire attention

Ενεστώτας, Αόριστος

προσέχω
πρόσεξα


Français

changer, se changer

Ενεστώτας, Αόριστος

αλλάζω
άλλαξα


Français

rappeler

Ενεστώτας, Αόριστος

θυμίζω
θύμισα


Français

se rappeler

Ενεστώτας, Αόριστος

θυμάμαι
θυμήθηκα


Français

oublier

Ενεστώτας, Αόριστος

ξεχνάω -ώ
ξέχασα


Français

avoir peur

Ενεστώτας, Αόριστος

φοβάμαι
φοβήθηκα


Français

effrayer

Ενεστώτας, Αόριστος

φοβίζω
φόβισα


Français

être désolé

Ενεστώτας, Αόριστος

λυπάμαι
λυπήθηκα


Français

attrister

Ενεστώτας, Αόριστος

λυπώ
λύπησα


Français

venir

Ενεστώτας, Αόριστος

έρχομαι
ήρθα


Français

s’asseoir, rester

Ενεστώτας, Αόριστος

κάθoμαι
κάθισα


Français

asseoir

Ενεστώτας, Αόριστος

καθίζω
έκατσα


Français

avoir besoin

Ενεστώτας, Αόριστος

χρειάζομαι
χρειάστηκα


Français

avoir chaud

Ενεστώτας, Αόριστος

ζεσταίνομαι
ζεστάθηκα


Français

chauffer

Ενεστώτας, Αόριστος

ζεσταίνω
ζέστανα


Français

avoir froid

Ενεστώτας, Αόριστος

κρυώνω
κρύωσα


Français

utiliser

Ενεστώτας, Αόριστος

χρησιμοποιώ
χρησιμοποίησα


Français

laver

Ενεστώτας, Αόριστος

πλένω
έπλυνα


Français

se laver

Ενεστώτας, Αόριστος

πλένομαι
πλύθηκα


Français

se peigner, se coiffer

Ενεστώτας, Αόριστος

χτενίζομαι
χτενίστηκα


Français

se raser

Ενεστώτας, Αόριστος

ξυρίζομαι
ξυρίστηκα


Français

amener

Ενεστώτας, Αόριστος

φέρνω
έφερα


Français

envoyer

Ενεστώτας, Αόριστος

στέλνω
έστειλα


Français

se sentir

Ενεστώτας, Αόριστος

αισθάνομαι
αισθάνθηκα


Français

souligner

Ενεστώτας, Αόριστος

υπογραμμίζω
υπογράμμισα


Français

casser, briser

Ενεστώτας, Αόριστος

χαλάω -ώ, σπάω

χάλασα, έσπασα


Français

accrocher, pendre

Ενεστώτας, Αόριστος

κρεμάω -ώ
κρέμασα


Français

vieillir

Ενεστώτας, Αόριστος

γερνάω -ώ
γέρνασα


Français

appeler

Ενεστώτας, Αόριστος

καλώ
κάλεσα


Français

devenir

Ενεστώτας, Αόριστος

γίνομαι
έγινα


Français

chercher, demander

Ενεστώτας, Αόριστος

ζητάω -ώ
ζήτησα


Français

trouver

Ενεστώτας, Αόριστος

βρίσκω
βρήκα


Français

se trouver

Ενεστώτας, Αόριστος

βρίσκομαι
βρέθηκα


Français

(se) perdre

Ενεστώτας, Αόριστος

χάνω (-ομαι)
έχασα (χάθηκα)


Français

être fatigué

Ενεστώτας, Αόριστος

κουράζομαι
κουράστηκα


Français

nettoyer, éplucher

Ενεστώτας, Αόριστος

καθαρίζω
καθάρισα


Français

jeter

Ενεστώτας, Αόριστος

ρίχνω
έριξα


Français

couper

Ενεστώτας, Αόριστος

κόβω
έκοψα


Français

être absent, manquer

Ενεστώτας, Αόριστος

λείπω
έλειψα


Français

montrer

Ενεστώτας, Αόριστος

δείχνω
έδειξα


Français

repasser

Ενεστώτας, Αόριστος

σιδερώνω
σιδέρωσα


Français

offir

Ενεστώτας, Αόριστος

χαρίζω
χάρισα


Français

payer un verre

Ενεστώτας, Αόριστος

κερνάω
κέρασα


Français

laisser

Ενεστώτας, Αόριστος

αφήνω
άφησα


Français

souhaiter

Ενεστώτας, Αόριστος

εύχομαι
ευχήθηκα


Français

souffler

Ενεστώτας, Αόριστος

φυσάω-ώ
φύσηξα


Français

aider

Ενεστώτας, Αόριστος

βοηθάω -ώ
βοήθησα


Français

aider

Ενεστώτας, Αόριστος

βοηθάω -ώ
βοήθησα


Français

marcher

Ενεστώτας, Αόριστος

περπατάω-ώ
περπάτησα


Français

courir

Ενεστώτας, Αόριστος

τρέχω
έτρεξα


Français

nager

Ενεστώτας, Αόριστος

κολυμπάω-ώ
κολύμπησα


Français

s'entraîner, s'exercer

Ενεστώτας, Αόριστος

γυμνάζομαι
γυμνάστηκα


Français

essayer

Ενεστώτας, Αόριστος

προσπαθώ
προσπάθησα


Français

voyager

Ενεστώτας, Αόριστος

ταξιδεύω
ταξίδεψα


Français

essayer, tester, goûter

Ενεστώτας, Αόριστος

δοκιμάζω
δοκίμασα


Français

préférer

Ενεστώτας, Αόριστος

προτιμάω -ώ
προτίμησα


Français

résoudre

Ενεστώτας, Αόριστος

λύνω
έλυσα


Français

bien aller (ex: le jaune va bien avec le bleu), s'entendre, concorder

Ενεστώτας, Αόριστος

ταιριάζω
ταίριαξα


Français

grogner, ronchonner

Ενεστώτας, Αόριστος

γκρινιάζω
γκρίνιαξα


Français

découvrir

Ενεστώτας, Αόριστος

ανακαλύπτω
ανακάλυψα


Français

fumer

Ενεστώτας, Αόριστος

καπνίζω
κάπνισα


Français

déranger

Ενεστώτας, Αόριστος

πειράζω
πείραξα


Français

avoir une importance

Ενεστώτας, Αόριστος

νοιάζω
ένοιαξα


Français

s'ennuyer

Ενεστώτας, Αόριστος

βαριέμαι
βαρέθηκα


Français

rencontrer

Ενεστώτας, Αόριστος

συναντάω -ώ
συνάντησα


Français

faire les courses

Ενεστώτας, Αόριστος

ψωνίζω
ψώνισα


Français

sortir

Ενεστώτας, Αόριστος

βγαίνω
βγήκα


Français

sortir quelque chose (verbe transitif)

Ενεστώτας, Αόριστος

βγάζω
έβγαλα


Français

compter

Ενεστώτας, Αόριστος

μετράω -ώ
μέτρησα


Français

amuser, s'amuser

Ενεστώτας, Αόριστος

διασκεδάζω
διασκέδασα


Français

crier

Ενεστώτας, Αόριστος

φωνάζω
φώναξα


Français

naître

Ενεστώτας, Αόριστος

γεννιέμαι
γεννήθηκα


se plaindre

παραπονιέμαι
παραπονέθηκα


Français

commander (au restaurant)

Ενεστώτας, Αόριστος

παραγγέλνω
παράγγελνα


Français

tourner (ex: tourner une page)

rentrer

Ενεστώτας, Αόριστος

γυρίζω
γύρισα


Français

expliquer

Ενεστώτας, Αόριστος

εξηγώ
εξήγησα


Français

louer

Ενεστώτας, Αόριστος

νοικιάζω
νοίκιασα


Français

prêter

Ενεστώτας, Αόριστος

δανείζω
δάνεισα


Français

tenir, réserver

Ενεστώτας, Αόριστος

κρατάω -ώ
κράτησα


Français

tomber

Ενεστώτας, Αόριστος

πέφτω
έπεσα


Français

monter

Ενεστώτας, Αόριστος

ανεβαίνω
ανέβηκα


Français

descendre

Ενεστώτας, Αόριστος

κατεβαίνω
κατέβηκα


Français

mourir

Ενεστώτας, Αόριστος

πεθαίνω
πέθανα


Français

bronzer

Ενεστώτας, Αόριστος

μαυρίζω
μαύρισα


Français

se brosser

Ενεστώτας, Αόριστος

βουρτσίζω
βούρτσισα


Français

interdire

Ενεστώτας, Αόριστος

απαγορεύω
απαγόρευσα

 


Français

entrer

Ενεστώτας, Αόριστος

μπαίνω
μπήκα


Français

adorer

Ενεστώτας, Αόριστος

λατρεύω
Λάτρεψα


Français

rafraîchir

Ενεστώτας, Αόριστος

δροσίζω
δρόσισα


Français

(se) partager

Ενεστώτας, Αόριστος

μοιράζω (-ομαι)
μοίρασα (μοιράστηκα)


Français

se moquer

Ενεστώτας, Αόριστος

κοροϊδεύω
κορόιδεψα


Français

voler (avec des ailes)

Ενεστώτας, Αόριστος

πετάω -ώ
πέταξα


Français

voler (dérober)

Ενεστώτας, Αόριστος

κλέβω
έκλεψα


Français

réussir

Ενεστώτας, Αόριστος

καταφέρνω
κατάφερα


Français

espérer

Ενεστώτας, Αόριστος

ελπίζω
έλπισα


Français

chercher

Ενεστώτας, Αόριστος

ψάχνω
έψαξα


Français

imaginer

Ενεστώτας, Αόριστος

φαντάζομαι
φαντάστηκα


Français

paraître, apparaître

→ il semble que...

Ενεστώτας, Αόριστος

φαίνομαι
φάνηκα

→ φαίνεται ότι...


Français

avoir le temps

Ενεστώτας, Αόριστος

προλαβαίνω
πρόλαβα


Français

(se) réunir

Ενεστώτας, Αόριστος

μαζεύω (-ομαι), συγκεντρώνω (-ομαι)
μάζεψα (μαζεύτηκα) συγκέντρωσα (συγκεντρώθηκα)


Français

se marrier

Ενεστώτας, Αόριστος

παντρεύομαι
παντρεύτηκα


Français

se fâcher

Ενεστώτας, Αόριστος

θυμώνω
Θύμωσα


Français

informer

Ενεστώτας, Αόριστος

πληροφορώ
πληροφόρησα


Français

annoncer

Ενεστώτας, Αόριστος

ανακοινώνω
ανακοίνωσα


Français

avertir

Ενεστώτας, Αόριστος

ειδοποιώ
ειδοποίησα


Français

adopter

Ενεστώτας, Αόριστος

υιοθετώ
υιοθέτησα


Français

décider

Ενεστώτας, Αόριστος

αποφασίζω
αποφάσισα


Français

continuer

Ενεστώτας, Αόριστος

συνεχίζω
συνέχισα


Français

proposer

Ενεστώτας, Αόριστος

προτείνω
πρότεινα


Français

accepter

Ενεστώτας, Αόριστος

(απο)δέχομαι
(απο)δέχτηκα


Français

contenir

Ενεστώτας, Αόριστος

περιέχω
περιείχα


Français

appuyer (sur un bouton)

Ενεστώτας, Αόριστος

πατάω -ώ
πάτησα


Français

cacher

Ενεστώτας, Αόριστος

κρύβω
έκρυψα


Français

refuser

Ενεστώτας, Αόριστος

αρνούμαι
αρνήθηκα


Français

encourager

Ενεστώτας, Αόριστος

ενθαρρύνω
ενθάρρυνα


Français

sélectionner

Ενεστώτας, Αόριστος

επιλέγω
επέλεξα


Français

sentir

Ενεστώτας, Αόριστος

νιώθω
ένιωσα


Français

sentir (une odeur)

Ενεστώτας, Αόριστος

μυρίζω
μύρισα


Français

énerver

Ενεστώτας, Αόριστος

εκνευρίζω
εκνεύρισα


Français

héberger

Ενεστώτας, Αόριστος

φιλοξενώ
φιλοξένησα


Français

se disputer

Ενεστώτας, Αόριστος

μαλώνω
μάλωσα


Français

gagner

Ενεστώτας, Αόριστος

κερδίζω
κέρδισα


Français

fonctionner

Ενεστώτας, Αόριστος

λειτουργώ
λειτούργησα


Français

ressembler

Ενεστώτας, Αόριστος

μοιάζω
έμοιασα


Français

punir

Ενεστώτας, Αόριστος

τιμωρώ
τιμώρησα


Français

embrasser (câlin)

Ενεστώτας, Αόριστος

αγκαλιάζω
αγκάλιασα


Français

vider

Ενεστώτας, Αόριστος

αδειάζω
άδειασα


Français

remplir

Ενεστώτας, Αόριστος

γεμίζω
γέμισα


Français

discuter

Ενεστώτας, Αόριστος

συζητάω -ώ
συζήτησα



Français

sonner

Ενεστώτας, Αόριστος

χτυπάω
χτύπησα